- οινοπωλείο
- τοκατάστημα πώλησης κρασιών, κρασοπουλειό, ταβέρνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οινοπωλείο — το (Α οἰνοπωλεῑον και οἰνοπώλιον) [οινοπώλης] κατάστημα πώλησης οίνου, ταβέρνα, καπηλειό … Dictionary of Greek
καπηλειό — και καπηλείο(ν), καπουλειό και καπελειό, το (AM καπηλεῑον) οινοπωλείο, ταβέρνα αρχ. μικρό κατάστημα πώλησης αναγκαίων, μικρό παντοπωλείο («καὶ δᾷδας λαβόντες ἐκ τοῡ ἐγγύτατα καπηλείου», Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπηλειό < καπηλεῖο(ν) < κάπηλος … Dictionary of Greek
κρασάδικο — το οινοπωλείο, ταβέρνα … Dictionary of Greek
κρασοπουλειό — το (Μ κρασοπωλεῑον) μαγαζί όπου πωλείται κρασί, οινοπωλείο ή ταβέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρασοπωλεῖον < κρασί + πωλεῖον (< πώλης < πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πωλείον, κρεο πωλείον. Ο τ. κρασοπουλειό προήλθε με κώφωση του ω , καταβιβασμό τού τόνου και … Dictionary of Greek
μπεζαχτάς — ο 1. πρόχειρο τραπέζι που χρησίμευε ως ταμείο σε παντοπωλείο ή οινοπωλείο 2. συρτάρι όπου φύλαγε ο παντοπώλης τα κέρδη του, πρόχειρο χρηματοκιβώτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bezahta] … Dictionary of Greek
οινοκάπηλος — οἰνοκάπηλος, ὁ (Α) αυτός που πουλά κρασί, που διατηρεί οινοπωλείο, οινοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κάπηλος «μικρέμπορος»] … Dictionary of Greek
οινοπώλιον — οἰνοπώλιον, τὸ (Α) βλ. οινοπωλείο … Dictionary of Greek
οινώνας — ο (ΑΜ οἰνών και οἰνεών, ῶνος) οιναποθήκη, αποθήκη κρασιού αρχ. οινοπωλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. εών / ών (πρβλ. καλαμ ών[ας])] … Dictionary of Greek
ταβέρνα — η, ΝΑ οινοπωλείο, κρασοπουλειό, καπηλειό νεοελλ. λαϊκό εστιατόριο αρχ. πανδοχείο («ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν ἡμῑν ἄχρις Ἀππίου φόρου καὶ Τριῶν ταβερνῶν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taberna «σκηνή, καλύβα, καπηλειό»] … Dictionary of Greek
φουσκάριον — τὸ, Μ οινοπωλείο, κρασοπουλειό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῦσκα* (ΙΙ) «ξινό κρασί» + κατάλ. άριον (< λατ. arim), πρβλ. συναξ άριον] … Dictionary of Greek